Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πουφ!

Το βλοσυρό της βλέμμα σκάβει μεταφορικές τρύπες στο κρανίο του. Η έκφρασή της, μισοκρυμμένη πίσω από συννεφάκια καπνού, φαντάζει αδύνατο να αποκωδικοποιηθεί. Από τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά της, καμμένο και μεταμορφωμένο σχεδόν ολωσδιόλου σε στάχτη, κρέμεται ακόμα εκείνο το ρημάδι το τσιγάρο. 

Εκείνος το έχει ψιλοσιχαθεί, αυτό το τσιγάρο. Στέκεται αγέρωχο στη θέση του εδώ και κάνα μισάωρο, κοντά στο ύψος του πηγουνιού της, απαθές σαν ασθένεια, μετέωρο σα στήλη άλατος. Το κοιτάζει με εκνευρισμένο ενδιαφέρον, να ερωτοτροπεί αυτοκτονικά με το ελάχιστο εναπομείναν οξυγόνο του δωματίου, ενώ μια ιδέα παραδίπλα τα χείλη της ιδιοκτήτριάς του κινούνται ακατάπαυστα, εκφέροντας το δίχως άλλο ανοησίες. Η επιμονή που επιδεικνύει αυτό το αξιοθρήνητο αποκαϊδι του προκαλεί δέος. Κοίτα,σκέφτεται, με πόση ευκολία αυτή η μαλακία αγνοεί το νόμο της βαρύτητας, κοίτα πως φτύνει στη μούρη της παγκόσμιας έλξης. Και εγώ; Εγώ σμπαραλιάζομαι λεπτό προς λεπτό. Σε λίγες μέρες πιθανό να χρειάζομαι συναρμολόγηση.

"...Έχεις ακούσει έστω και μία λέξη από αυτά που λέω;"

Βεβαίως, δεν έχει ακούσει τίποτα, αλλά δεν είναι βέβαιος πως έχει χάσει και τίποτα. Με τη γυναίκα του, δεν μοιράζονται πλέον πολλά. Εκείνος προσπαθεί να ξεχάσει την παθολογική της ροπή προς την απιστία πίνοντας, και εκείνη ανταποδίδει επιβραβεύοντας την ολιγωρία του με χαστούκια. Αμφότεροι μισούν τις δουλειές και τις ζωές τους, και είναι πλέον θέμα ψυχοθεραπέιας να μισούν ο ένας τον άλλο.

 Με τη θολούρα του αλκόολ να βαραίνει ακόμα το κεφάλι του, σηκώνει το βλέμμα και προσπαθεί, πίσω από το αυτοσχέδιο φωτοχημικό νέφος, να συναντήσει τα μάτια της. Ήταν πάντα τόσο αυταρχική, τόσο άφθονη, σκέφτεται. Η λέξη δεν είναι απόλυτα σωστή, με την γλωσσολογική έννοια του όρου, αλλά την νιώθει σωστή στο μυαλό του, με την πιωμένη έννοια. Άφθονη. Τόσο συμπιεσμένη κάτω από τόνους υπερχειλίζουσας προσωπικότητας που καμιά φορά αναρωτιέται μήπως υπάρχει πάρα πολύ από την Σάλι για να χωρέσει στο σώμα της Σάλι.

 
 Καμιά φορά, ο Τζακ φλερτάρει με την ιδέα έτσι, για γούστο. Ίσως μια μέρα, λέει στον εαυτο του, να σκάσει από το βάρος του απερίγραπτου χαρακτήρα της. Στην οθόνη του μυαλού του ονειρεύεται την στιγμή της αναπόφευκτης εκτόνωσης, φλερτάρει νοερά με την εικόνα των μορίων που την αποτελούν να γλιστρούν όλο και μακρύτερα το ένα από το άλλο, αποδομώντας το σαδιστικό συσσωμάτωμα κυττάρων που ακούει στο όνομά της. 
Πουφ! 

"Τζακ, γιατι χαζογελάς; Σου μιλάω! Έχεις ακούσει έστω και μια λέξη;"  

Θυμάται ασφαλώς, από κοριτσάκι, πόσο ψωροπερήφανη ήταν. Μή μου άπτου, και μικρόσωμη σαν σκνίπα, έλα όμως που ήταν και η μόνη που τον ανέχτηκε (τον αγάπησε, θα έλεγε, αν δεν ήξερε καλύτερα) με όλα τα στραβά του. Ανακαλεί συχνά πώς κρεμόταν κάποτε από το τηλέφωνο περιμένοντας να ακούσει έστω την αναπνοή της από την άλλη μεριά της γραμμής, και εύχεται να είχε μια χρονομηχανή, ωστε να γυρίσει πίσω και να αυτοκτονήσει δια χωροχρονικού παραδόξου. 

"Όχι. Για την ακρίβεια, βαρέθηκα και έπαψα να σε προσέχω κάπου μεταξύ του Αγάπη μου και του πρέπει να σου μιλήσω. Είναι κάτι σοβαρό; Μήπως είπες και ποτέ σου τίποτα σοβαρο; Χα!" 

Περιμένει το γνώριμο τσίμπημα ενοχής, γιατί κατά βάθος γνωρίζει πως αξίζουν ο ένας τον άλλο, αλλά αυτή τη φορά βρίσκει μόνο κενό. Το δεξί της φρύδι τρεμοπαίζει ανεπαίσθητα, και κάπου στα βάθη της αποπνικτικής πια κουζίνας, το καταραμένο ρολόι τοίχου που τους δώρισε η πεθερά του κροταλίζει ανελέητα, σαν κοσμική κλεψύδρα που ανακοινώνει με θυμηδία πόσα δευτερόλεπτα απομένουν πριν τη συντέλεια.

Άντρας και γυναίκα κοιτάζονται βαριεστημένα για σαρανταδύο δεύτερα ακριβώς, μέχρι που, εντελώς αναπάντεχα και σαν προωθούμενο από κρυφό μοχλό, το χέρι της πέφτει και το μισητό τσιγάρο κονιορτοποιείται πάνω στο τασάκι, δίπλα σε  χιλιάδες όμοιά του. 

"Έλεγα ότι θέλω διαζύγιο, γλυκούλη." 

Κλασικά, έχει βάλει πάλι την γνωστή κασέτα να παίζει. Δακρύζει κιόλας, όχι προφανώς από συγκίνηση, αλλά γιατί ο περιβάλλων χώρος μοιάζει περισσότερο με θάλαμο αερίου παρά με το εσωτερικό διαμερίσματος. Η ατμόσφαιρα είναι τοξική εκεί μέσα, το ξέρει, αλλά δεν τον πολυνοιάζει κιόλας. Εξάλλου, οι υστερίες της Σάλι, τα σκαμπίλια και το ψάρεμα για προσοχή, είναι πολύ πιο πιθανό να του προκαλέσουν καρκίνο από το αθροιστικό ισοδύναμο των αυτοκαταστροφικών συνηθειών και των δύο. 

Στρέφει φευγαλέα την προσοχή του στο μπουκάλι. Άδειο. Σχεδόν του γρυλίζει με απόγνωση. 

"Όχι, δεν νομίζω ότι θελεις διαζύγιο." 

Αίφνης δείχνει προσβεβλημένη. 

"Ξέρεις κάτι; Εγώ φταίω που έκατσα να ασχοληθώ αντί να φύγω απευθείας."

"Μπλα, μπλα, μπλα." 

"Δεν είναι απλώς το οτι είσαι εγκληματικά ηλίθιος. Δεν αντέχω την κοροϊδία. Υποτίθεται πως σχόλαγες εννιά και χωρίς έστω ένα  γαμωτηλεφώνημα, έρχεσαι στις τρείς το γαμωξημέρωμα, λιώμα, για την εκατομμυριοστή γαμημένη φορά. Τι περίμενες;" 

"Ξέχασες ένα γαμώ."

"Ως εδώ ήταν, καθυστερημένε. Φεύγω.

Με έναν ανατριχιαστικό συριστικό ήχο, η καρέκλα της οπισθοχωρεί. Η Σάλι στέκεται πλέον όρθια, και παρά το περιορισμένο της ύψος μοιάζει φιλική σαν κροταλίας. Τραβάει κάτι κάτω από το τραπέζι, το οποίο, όταν εισέρχεται στο οπτικό πεδίο του Τζακ αποδεικνύεται πως είναι μια υπερτροφική βαλίτσα. Γεμισμένη βιαστικά, υποθέτει από την άκρη ενός πουκαμίσου, που εξέχει σαν κοροϊδευτικό γλωσσάκι από το κακοκλεισμένο φερμουάρ. 


"Είσαι τελείως τρελή." Προσπαθεί μανιωδώς να στηρίξει το βάρος του σώματός του, να δώσει ώθηση, να σηκωθεί και αυτός. Ο κυκεώνας που παραθερίζει στο κυκλοφορικό του σύστημα όμως τον κάνει να επιστρέψει αμέσως στην ασφάλεια της καρέκλας. Η μακάβρια διαπίστωση πως τίποτα δεν κυκλοφορεί στ' αλήθεια όταν η καρδιά σου δεν χτυπάει δεν κάνει και πολλά για το μεθύσι του. Την κοιτάει αδύναμος, τρίζοντας τα δόντια του σαν σκύλος. 


"Εγώ; Τρελή; Τρελάθηκες;" 


"Καθόλου. Απεναντίας, εγώ δεν βγάζω συμπεράσματα πριν αφήσω τον άλλο να μιλήσει. Και εγώ, σε αντίθεση με κάποια εδώ μέσα, δεν πηγαίνω με οποιονδήποτε είναι σε ηλικία αναπαραγωγής, μόνο και μόνο για αυτοεπιβεβαίωση."

Το φώς προηγείται του ήχου, όπως και το οπτικό ερέθισμα του ηχητικού, και όπως αστράφτει προτού μπουμπουνίσει, έτσι και η μάπα της συσπάται απαίσια-επιδεικνύοντας τόσο τρέλα όσο και δόντια με τα ούλα τους- προτού ακουστεί το τρανταχτό της γέλιο.


"Και το λοιπόν; Με κάποιον πρέπει να πάω και εγώ, αφού ακόμα και όταν δεν είσαι λιάδα σέρνεις τη μιζέρια σου από δώ και απο κει σαν τρόπαιο." 


"Ξέρεις, όταν θες σεξ, μπορείς απλά να με ρωτήσεις." 


Η Σάλι βλεφαρίζει αργά. Σαν να μην μπορεί να συλλάβει την παραλογία αυτού που μόλις της είπε. "Δηλαδή, για να καταλάβω. Πρέπει να ζητάω σεξ; Τι είμαι, σκυλάκι να γαβγίσω για να μου πετάξεις κόκκαλο;" 

"Φαίνομαι άνθρωπος που πάω με σκύλους;" 

Η ατάκα την κάνει να ζαρώσει τη μύτη, λες και έχει μόλις μυρίσει κάτι το φρικώδες. "Αυτά που λες είναι σαχλά. Η συζήτηση δεν έχει νόημα. Είσαι σκνίπα." 

"Και εσύ είσαι σαχλή. Και...και...ανερμάτιστη."

"Τι σημαίνει ανερμάτιστος;"

"Δεν έχω ιδέα. Τι ήθελες να μου πεις;" 

"Ήθελα να πω ότι φεύγω. Θέλεις να σου το συλλαβίσω; Φ-ε-υ-γ-ω. Να βρείς άλλη ηλίθια να σε νταντεύει. Που σιγά μην βρεις." 

Η συζήτηση έχει ξεφύγει, όπως ξεφεύγει πάντα και αλωνίζει σε αχαρτογράφητα εδάφη κάθε φορά που πάνε να συζητήσουν κάτι ουσιώδες. Ο διάλογος μεταξύ τους ανήκει στη σφαίρα του μύθου, και ο Τζακ διαπιστώνει με κάποια ενόχληση πως ξέχασε τι ήθελε να της πει όταν ήρθε. Η Σάλι έχει ήδη αρχίσει να σέρνει με κόπο τα μπαγκάζια της κατά μήκος του διαδρόμου, προς το κακοφωτισμένο χωλ με τους σιχαμερούς πίνακες.

"Περίμενε..." η φωνή είναι στριγγή και αμήχανη και ξεκάθαρα δική του. Θυμήσου, διάολε. Συγκεντρώσου.

 Η μνήμη του είναι θολή όπως και η σκέψη του, αλλά θυμάται ξεκάθαρα το ατύχημα, το αμάξι αναποδογυρισμένο με τη ζώνη ασφαλείας να κρέμεται μπροστά του σαν ντεκόρ, τα θρυμματισμένα τζάμια, διάστικτα με αίμα, να λαμπυρίζουν στο φεγγαρόφως. Μεθυσμένος ή όχι, είναι απολύτως βέβαιος για την λογική απιθανότητα ορισμένων πραγμάτων από όσα του συνέβησαν μετά τη σύγκρουση, όπως είναι βέβαιος πως γύρισε σπίτι περπατώντας με τα χέρια υψωμένα μπροστά του. 

Για κάποιο λόγο. 

"Περίμενα δέκα χρόνια. Ωρεβουάρ τώρα." 

...Και είναι και η καρδιά του, που είναι στη μούγκα ώρες τώρα. Είναι σίγουρο πως κάτι ήθελε να της πει γι αυτό. Αναμασάει λίγο την ιδέα, την πλάθει και την περιεργάζεται στο νου του. Καρδιά. Χέρια υψωμένα. Ατύχημα. Λαμπόγυαλο. Φεγγαρόφως. Κάτσε. 

"Στούκαρα το αμάξι γυρνώντας!" αναφωνεί εντέλει, με ένα ψήγμα περισσότερου ενθουσιασμού από όσο θα έπρεπε ίσως, μια και επιτέλους έβγαλε κάποια άκρη. Αυτό δείχνει να της κινεί το ενδιαφέρον, γιατί, παρότι ακόμα του έχει στραμμένη την πλάτη της, έχει σταματήσει να κινείται, και τα νύχια της κάνουν ταμπούρλο πάνω στο χερούλι της βαλίτσας. Τρρρτ, τρρρτ, τρρτ. Η σιωπή της τον ενθαρρύνει να συνεχίσει. "Ήθελα να αποφύγω ένα γατάκι. Ή μήπως ήταν χελώνα; Δεν είχα πιεί πάνω από τρία τέσσερα δαχτυλάκια, στο ορκίζομαι. Αλλά έχασα τον έλεγχο και το γαμίδι αναποδογύρισε. Επέστρεψα σπίτι με τα πόδια και δεν με άφησες να πω λέξη." 

Τρρτ, τρρτ, τρρτ. Με δραματική ταχύτητα, γρηγορότερα από τεκτονική πλάκα, αλλά σίγουρα αρκετά αργά για να εμπνεύσει στον θεατή έναι ξεχωριστό είδος κορυφούμενης αγωνίας, το κεφάλι της γυρνάει προς το μέρος του. Τα μάτια της, σοκολατί και στρογγυλά σαν μπίλιες, προδίδουν ένα ίχνος έστω ανησυχίας. 

"Είσαι καλα;" 

"Όχι. Σκοτώθηκα, νομίζω." 

Τα χείλη της είναι τόσο σφιγμένα που έχουν μετατραπεί σε μια λεπτή κόκκινη γραμμή. "Είσαι πολύ γελ-"

Ήθελε να πεί "γελοίος", αλλά την κατάλληλη στιγμή τα μάτια της πέφτουν πάνω στις απτές αποδείξεις του πρωτοφανούς δράματος: από το στήθος του άντρα της εξέχει, ενάντια στις διδαχές της σύγχρονης Ιατρικής και κάθε νόμο της αιτιότητας, ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί. Στο ύψος της καρδιάς, καταπώς φαίνεται. Της παίρνει λίγη ώρα να καταλάβει τι ακριβώς βλέπει, ώρα κατά την οποία ο εγκέφαλός της, συντετριμμένος από την ήττα της κοινής λογικής, πασχίζει εις μάτην να απαρνηθεί το θέαμα. Το στόμα της ανοίγει και κλείνει με τον ανέμελο τρόπο που ένα χρυσόψαρο κουνάει τα σαγόνια του προτού ξεχάσει για χιλιοστή φορά τη γυάλα. 

Ίσως να έχω υπεροξυγονωθεί από την ταραχή μου, σκέφτεται. Ίσως όλα αυτά να είναι απλώς ένα όνειρο. Αλλά η πραγματικότητα έχει έναν παγερό, χειρουργικό τρόπο να γλιστράει κάτω από το δέρμα και να επιβεβαιώνεται ως τέτοια. Η Σάλι το ξέρει. Χωρίς να το ελέγχει, τα μάτια της έχουν πλημμυρίσει δάκρυα. Εκείνη τη στιγμή γίνεται για λίγο η ίδια κοπέλα που ήταν τότε, ερωτευμένη και ερωτεύσιμη και άξια, ίσως, του ξενυχτιού δίπλα στο τηλέφωνο. Και τον πλησιάζει με χέρια τρεμάμενα. 

"Και, τώρα.. ;" 

Παρότι γνωρίζει πως έχει μόλις γίνει μάρτυρας σε μια σπάνια στιγμή ευαισθησίας της συζύγου του, ο Τζακ αδυνατεί να μοιραστεί τη συγκίνησή της, κυρίως επειδή δεν μπορεί να εκκρίνει ορμόνες επί του παρόντος. Έχει όμως πιαστεί από μια ρανίδα διαύγειας, και κρατιέται από αυτήν με νύχια και με δόντια. Ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα. "Τώρα είμαι ζόμπι, λογικά."

Από τη σύγχυση, ή από θλίψη για τον πρόωρο χαμό του, η Σάλι ξεσπάει σε γοερούς λυγμούς. Απλώνει απαλά τα δάχτυλά της για να αγγίξει την πληγή, αυτόματα όμως εκείνος πισωπατά. Απαρηγόρητη, ψάχνει μανιωδώς τι να πει, κυρίως γιατί είναι ασυνήθιστο για μια χήρα να συνομιλεί με το μακαρίτη της. 

"Λυπάμαι που πηγαίνω με άλλους", μουρμουρίζει τελικά, χωρίς να είναι και σίγουρη πως επέλεξε την κατάλληλη απάντηση για την περίσταση. Και χωρίς να είναι σίγουρη αν λυπάται. 

"Όχι, δεν λυπάσαι, μωρή." Τώρα που θυμάται τι ήρθε να κάνει, ο Τζακ νιώθει να τον λούζει ένα πρωτόγνωρο κύμα σιγουριάς. "Καρφί δεν σου καίγεται." 

Αυτό δείχνει να την χειροτερεύει. Πλαντάζει. Ω Θεε μου, σκεφτεται ο Τζακ. Και να σκεφτείς πως όσο ζούσα μου εκσφενδόνιζε τα γυαλικά. Αν το ήξερα, θα στουκάριζα νωρίτερα

"Μη μου μιλάς έτσι. Είμαι η γυναίκα σου." 

"Μμμμ, αυτό ίσως θα ήθελες να το ξανασκεφτείς. Βλέπεις, οι όρκοι λένε, μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Γι αυτό και εγώ ήρθα να σου πω πως, παρόλο που είσαι μια αναίσθητη σκύλα, σε αγαπάω. Και να φύγω από δω μέσα, ασφαλώς." 

"Ε;" 

"Ναι, αυτό προσπαθούσα να θυμηθώ τόση ώρα. Βλέπεις, δεν έχω πλέον υποχρεώσεις. Δεν είμαι παντρεμένος μαζί σου και, σαν νεκρός, δεν υπάρχω άρα δεν πληρώνω φόρους."

"..."

"Γι αυτό σου αφήνω το σπίτι, και μπορείς να το κάνεις μπουρδέλο, σκασίλα μου. Παρατάω εσένα και την σκατοζωή που κάνω στη δουλειά." 

"Και που θα πας;" Τα μάγουλά της έχουν γίνει σαν πίνακας του Πόλοκ, μουτζουρωμένα με λάσπη από το ρούζ και τη μάσκαρα."Τι θα κάνεις χωρίς εμένα;" Μια μικρή αχτίδα ελπίδας μέσα του λέει στον Τζακ πως ίσως να στενοχωρήθηκε που φεύγει, πως ίσως εντέλει να μην τον έχει τελείως γραμμένο. Αλλά μάλλον την έχει πιάσει ο εγωισμός της. Η σκέψη τον κάνει να ανασκουμπωθεί. 

"Θα κάνω ζωάρα, όσο μπορεί να κάνει ζωάρα κάποιος πεθαμένος. Μέχρι να αποσυντεθώ τελείως, λογικά. Τσαο!" Μισο-περπατώντας, μισο-παραπαίοντας, κινείται και εκείνος προς την έξοδο. Σε έναν τρίτο θεατή το σκηνικό θα φάνταζε μάλλον κωμικό, η Σάλι όμως δείχνει πέρα ως πέρα δυστυχισμένη με την εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν ο άντρας της την παραμερίζει για να φτάσει την εξώπορτα, είναι εμβρόντητη και σχεδόν ανίκανη να σκεφτεί. Στο ύφος της, πέρα από την θλίψη, τρεμοπαίζει μια ιδέα καθαρής παράνοιας. 

"Μια στιγμή, καθίκι." κρώζει εν μέσω κοφτών αναπνοών, πλαγιολισθαίνοντας προς το επιπλάκι του χωλ. Πίσω από την πλάτη της, δάχτυλα με νύχια σαν σούβλες βαμμένες ροζ ψαχουλεύουν ένα μικρό συρτάρι. "Μη βιάζεσαι να φύγεις." 

Αυτό δείχνει να τον διασκεδάζει κάπως. Γυρίζει επιτόπου και της δείχνει τα δόντια του. Είναι γεμάτα αίμα. "Και γιατί  παρακαλώ;" 

"Γιατί θα σε σκοτώσω!" αναφωνεί εκείνη, κάπως ανόητα, και εμφανίζει το μικρό πιστόλι που έψαχνε πριν. Το στρέφει πάνω του, και παρότι, όπως είπαμε, δεν τον βοηθούν πια οι ορμόνες του, ο Τζακ ξεκαρδίζεται με τη χειρονομία.

"Τς τς. Είμαι ήδη πεθαμένος, χαζή. Τι λέμε τόση ώρα;" 

Τα μάτια της είναι δύο σχισμές ατόφιας παράνοιας. Χωρίς να κατεβάζει το όπλο, δείχνει να το επεξεργάζεται. Κάποια στιγμή βρίσκει μια λύση που την ικανοποιεί, και χαμογελάει διάπλατα. "Τότε," λέει χαρωπά, "θα σου ανοίξω μια τρύπα στη μούρη. Νομίζω οι κυρίες εκεί που πας θα το εκτιμήσουν." 

Ο Τζάκ εχει ήδη ανοίξει το στόμα του με σκοπό να την ειρωνευτεί, όταν προσέχει καλύτερα το όπλο στα χέρια της. Στο πρόσωπό του εμφανίζοντα ρυτίδες. Συνοφρυώνεται. "Κάτσε, περίμενε. Πού το βρήκες αυτό το όπλο;" 

"Τι σε νοιάζει βρε ηλίθιε; Λέω θα σου πυροβολήσω τη μάπα και εσύ αυτό βρίσκεις να ρωτήσεις; Φοβάμαι λες; Δοκίμασέ με." 

"Όχι, όχι, περίμενε," επιμένει εκείνος, και αν ήταν ζωντανός θα έσταζε ιδρώτα από την αγωνία. "Που το βρήκες; Στο γραφείο μου;" Προσπαθεί να την πλησιάζει διακριτικά, να της αρπάξει το πιστόλι από τα χέρια πριν είναι αργά. Ο τρόμος του φαίνεται να την ικανοποιεί. 

"Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ποιος νοιάζεται;"

"Όχι, Σάλι, είναι σημ-" 

"Ωστε φοβάσαι! Το ήξερα οτι είσαι χέστης. Ε λοιπόν μάντεψε, θα στη μπουμπουνίσω έτσι κι αλλιώς, σιχαμένο κάθαρμα. Θα σου κάνω τη μούρη κρέας και η 'ζωάρα' σου θα πάει περίπατο." 

"Μα, αν είναι το όπλο μου, τότε θα-" 

"ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΒΗΜΑ ΘΑ ΣΟΥ ΡΙΞΩ!" 

"Μα, Σαλι~!" 

ΜΠΑΜ! 

Το σώμα της καταρρέει σαν σακί. Τα απομεινάρια της, σώμα δίχως το συμπαραμαρτούν πρόσωπο, σαβουριάζονται στο πάτωμα, σε μια μάλλον αμήχανη στάση. Στο σημείο που στεκόταν δευτερόλεπτα πριν, το ξεθωριασμένο μοτίβο της ταπετσαρίας έχει ψεκαστεί με ένα αηδιαστικό μίγμα αίματος και βιοχημικής γλίτσας.

Ο Τζάκ έχει μαρμαρώσει. Το βλέμμα του ταλαντεύεται με φρίκη ανάμεσα στον λεκέ και στον ανοιχτό κρατήρα που, αλλόκοτος σαν ανατιναγμένο κρεμμύδι, έχει αντικαταστήσει το σύνολο ματιών, μύτης και στόματος. ¨Εκανε και άσχημο πτώμα, σκέφτεται με κάποια ενοχή. Νιώθει την ακατανίκητη ανάγκη να κλάψει, να θρηνήσει έστω τα ελάχιστα καλά της γυναίκας του, αλλά βρίσκει τα μάτια του απρόθυμα να συνεργαστούν. Εύχεται να μπορούσε να είχε φιλήσει τα χείλη της μια τελευταία φορά όσο ακόμα τα είχε πάνω της.

Με δύο-τρεις μεγάλους δρασκελισμούς αποφεύγει τη Σάλι και τα ζουμιά της. Ανοίγει την πόρτα αλλά διστάζει προτού την κλείσει πίσω του. Έξω, η νύχτα είναι γλυκιά και τα αστέρια λαμπυρίζουν στον ουρανό σαν τρελαμένα φαναράκια. Μέσα, η παλιά του ζωή ήδη σαπίζει- ή μάλλον, θα αρχίσει να το κάνει, σε δυο-τρία λεπτά από τώρα.

"Αντίο, αγάπη μου." της λέει πριν κλειδώσει, αν και πρακτικά μιλάει σε έναν ανάποδο κώνο από κρέας. Με αργό βήμα, κατηφορίζει τον αδροφώτιστο δρόμο, ατενίζοντας μία προς μία τις αυλές των γειτόνων που δεν θα του λείψουν. Παρά τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία, η νίκη του μοιάζει πύρρειος, μια και θα είναι ένα μάτσο μαυρισμένα κόκκαλα το πολύ σε ένα χρόνο. Σε μια βδομάδα, η μούρη του θα είναι αίσχος, και είναι κρίμα, γιατί υπήρξε ωραίος άντρας.

Και όσο για τη Σάλι... 

Έφυγε άδοξα, αυτό το νιώθει. Έχει την αδιόρατη εντύπωση πως είναι υπεύθυνος, πως θα μπορούσε να είχε επέμβει όσο είχε ακόμα την ευκαιρία. Θα λησμονήσει τις μικρές χαρές της ζωής μαζί της, όπως τον κόκκινο ιριδισμό των μαλλιών της πάνω στο μαξιλάρι, τη ζεστή βραχνάδα στη φωνή της, το κοριτσίστικο ροχαλητό της όταν γύριζε κουρασμένη από το γραφείο. Οι θύμησες τον κάνουν να μελαγχολεί κάπως. Μπορεί να μην είχαν υπάρξει και το ιδανικό ζευγάρι, όμως ο γάμος τους δεν ήταν και παταγώδης αποτυχία. 

Όμως... 

Ξαφνικα του έρχεται κάτι άλλο στο μυαλό, και το κέφι του φτιάχνει σχεδόν αμέσως. Συλλογίζεται τον τρόπο με τον οποίο εκπυρσοκρότησε το πιστόλι στα μικρά της χέρια, την εμβρόντητή της έκφραση ένα χιλιοστό του χιλιοστού του δευτερολέπτου πριν η έκρηξη της κάνει τη μάπα κιμά. Και- ένα χαμόγελο τρεμουλιάζει στα χείλη του στην ανάμνηση- ο θόρυβος! Ο θόρυβος που έκανε καθώς έσκαγε στα εξ'ων συνετέθη ήταν περίφημος. 

Πούφ! ,σκέφτεται, και του έρχεται να χαχανίσει. "Πουφ!", λέει δυνατά και κλωτσάει με ευχαρίστηση ένα φανταστικό χαλίκι πρίν στρίψει στη γωνία και εξαφανιστεί από τα μάτια του συγγραφέα.

Πουφ!















Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Meek

The work was, admittedly, useless- no one left to dig out things for- but it was something . The robot had been chipping away at the mountainside when its claws hit the casket, metal dulled by way of time and dirt.  It hadn’t meant to open the thing; it just happened. Latches came undone with a sigh, then the girl emerged, coughing. She was covered in slime, disoriented.  It bespoke her. You are in the future , it explained, not for the first time. Time capsules had been all the rage once; as the air steadily became more unbreathable, governments were anxious to preserve human specimens. For the next civilization, supposedly.  Listen , it said with remorse, you’re dying . Her eyes went wide as saucers. This bit was always disconcerting, but the robot persevered, playing soothing music through its speakers. And it must have worked, because, when the hypoxia manifested, she was smiling.

Πρωινός Καφές

Έχω κάτσει και κοιτάζω τη λίστα με τα ψώνια σαν να πρόκειται να μου μιλήσει. Τα μάτια μου ακολουθούν την πορεία των γραμμάτων στο μισοσκισμένο κομμάτι χαρτί. Οι χαρακτήρες είναι μικροσκοπικοί, ολοστρόγγυλοι, τακτικά διευθετημένοι στο λευκό χώρο. Λες και το άτομο που έγραφε φοβόταν να ενοχλήσει το σημειωματάριο.  Η ώρα έχει περάσει και ο καφές μου είναι προ πολλού παγωμένος. Χωρίς να στρέψω το βλέμμα απλώνω ενστικτωδώς το χέρι μου προς το τασάκι, το τσιγάρο όμως έχει γίνει στάχτη. Θα έπρεπε να δουλεύω, αντ' αυτού σπαταλάω πολύτιμο χρόνο περιεργαζόμενος, για πολλοστή φορά, μια κοινότυπη λίστα για σούπερ μάρκετ που δεν είναι κάν δική μου.  Την κοιτάζω επίμονα, λυσσασμένα, σαν από τα μυστικά της να κρέμεται η ζωή κάποιου. Πράγμα παράλογο, προφανώς. Σχεδόν όσο παράλογη είναι και μονότονη ασχολία μου.  Με κάποια αμηχανία τραβάω το πληκτρολόγιο του υπολογιστή προς το μέρος μου. Ανοίγω ένα κενό αρχείο κειμένου και το γεμίζω με άχρηστα συμπεράσματα. Η μνήμη μο