Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρωινός Καφές


Έχω κάτσει και κοιτάζω τη λίστα με τα ψώνια σαν να πρόκειται να μου μιλήσει. Τα μάτια μου ακολουθούν την πορεία των γραμμάτων στο μισοσκισμένο κομμάτι χαρτί. Οι χαρακτήρες είναι μικροσκοπικοί, ολοστρόγγυλοι, τακτικά διευθετημένοι στο λευκό χώρο. Λες και το άτομο που έγραφε φοβόταν να ενοχλήσει το σημειωματάριο. 

Η ώρα έχει περάσει και ο καφές μου είναι προ πολλού παγωμένος. Χωρίς να στρέψω το βλέμμα απλώνω ενστικτωδώς το χέρι μου προς το τασάκι, το τσιγάρο όμως έχει γίνει στάχτη. Θα έπρεπε να δουλεύω, αντ' αυτού σπαταλάω πολύτιμο χρόνο περιεργαζόμενος, για πολλοστή φορά, μια κοινότυπη λίστα για σούπερ μάρκετ που δεν είναι κάν δική μου. 

Την κοιτάζω επίμονα, λυσσασμένα, σαν από τα μυστικά της να κρέμεται η ζωή κάποιου. Πράγμα παράλογο, προφανώς. Σχεδόν όσο παράλογη είναι και μονότονη ασχολία μου. 

Με κάποια αμηχανία τραβάω το πληκτρολόγιο του υπολογιστή προς το μέρος μου. Ανοίγω ένα κενό αρχείο κειμένου και το γεμίζω με άχρηστα συμπεράσματα. Η μνήμη μου είναι φωτογραφική, υπό κανονικές συνθήκες, και η ενστικτώδης παρόρμηση να καταγράψω αυτά που βλέπω με ενοχλεί κάπως. Αναρωτιέμαι φευγαλέα αν φταίει ο καφές. Είναι ο δεύτερος που πίνω από το πρωί, και δεν είμαι άνθρωπος του καφέ. Ίσως αυτό θολώνει την κρίση μου. 

Άτοπη υπόθεση. Πίνω συχνά τσάι, που έχει την ίδια ακριβώς δραστική ουσία. 

Πιθανότατα αρχίζω να τα χάνω. Πράγμα φρικιαστικό, επειδή, χωρίς τη λογική, νιώθω ανήμπορος. Όταν κάτι συμβαίνει, πρέπει να μπορώ να καταλάβω το γιατί. Και δεν καταλαβαίνω γιατί είμαι έτσι

Σιχαίνομαι να μην καταλαβαίνω.
 
Το ενδιαφέρον μου επιστρέφει στη χειρόγραφη λίστα. Επικυρώνω τα όσα παρατήρησα εξ' αρχής, σαν να πρόκειται ως δια μαγείας η ετυμηγορία να αλλάξει. 

1. Γράμματα μικρά, αλλά όχι στριμωγμένα, όπως συνήθως. 

(Δεν νιώθει πλέον μοναξιά.)

2. Στρογγυλοί, τακτοποιημένοι χαρακτήρες. 

(Είναι εντελώς ήρεμη όταν γράφει.) 

Και τα περιεχόμενα της λίστας, αυτά καθαυτά:

3. Από ποτά και τρόφιμα, τα πρώτα πέντε είναι χαμηλής θερμιδικής αξίας και το έκτο είναι μια εξάδα μπύρες. 

(Είναι σε δίαιτα, και δε μένει μόνη της.)

Εδώ το πράγμα περιπλέκεται, γιατί με έχει αποκλείσει από τη ζωή της εδώ και οχτώ μήνες. Το μόνο στοιχείο που έχω στη διάθεσή μου είναι ένα κομματάκι χαρτί που ήδη έχει αρχίσει να φθείρεται στις άκρες. Το παίρνω και το μυρίζω. Γράφτηκε σπίτι της, όχι στη δουλειά. Υποθέτω με κάποια ασφάλεια πως ήταν Σαββατοκύριακο. Αναδίδει, επίσης, μια ανεπαίσθητη μυρωδιά άφτερ σέιβ. 
Το σκηνικό είναι απλό: Ένα ζευγάρι, καθισμένο στο τραπέζι του πρωινού. (Λέω πρωινό επειδή υπάρχει ένας λεκές από μαρμελάδα στο σημείο που κρατούσε το χαρτί.) Εκείνη σχίζει ένα φύλλο σημειωματαρίου και γράφει νωχελικά τη λίστα με τα ψώνια της ερχόμενης βδομάδας. Εκείνος κάθεται δίπλα της. Κάποια στιγμή εκείνει σκύβει και του χαϊδεύει το πρόσωπο, και το άρωμα από το αφτερ σέιβ μένει στο δέρμα της. 
(Δεν καταλαβαίνω γιατί ασχολούμαι με όλα αυτά. Το σιχαίνομαι όταν δεν καταλαβαίνω.) 
Το χαρτί έχει δύο διαφορετικά ίχνη από δύο διαφορετικά διπλώματα. Το πρώτο-το βαθύτερο- είναι συμμετρικό ως προς το περίγραμμα της κόλλας. Το δεύτερο τέμνει το πρώτο υπό αλλόκοτη γωνία, ασύμμετρα, σχεδόν απεγνωσμένα. Φαντάζει ημιτελές- το δίπλωμα κάποιου που βιάζεται να φύγει. 
Δεδομένου οτι δεν υπάρχουν άλλες τσακίσεις δέχομαι πως αυτό έγινε όταν, βγαίνοντας από το κατάστημα φορτωμένη με σακούλες, και ενώ ακόμα τακτοποιούσε ρέστα στο πορτοφόλι της, με είδε που διέσχιζα το δρόμο.Το ελεύθερο χέρι της, μόλις με αναγνώρισε και συνειδητοποίησε πως είχα παγώσει απέναντί της, βάλθηκε να τσαλακώνει ενστικτωδώς το πρώτο διαθέσιμο χαρτί που βρέθηκε εκεί. Τυπική αντίδραση ανθρώπου που ξαφνικά νιώθει νευρικός. Δεν τσαλάκωσε χαρτονόμισμα, όχι, επειδή ακόμα και σε σύγχυση σπάνια κάποιος καταστρέφει χρήματα. Η λίστα όμως είχε μόλις αχρηστευθεί, και όταν την χαιρέτησα και σήκωσε το χέρι της για να ανταποδώσει, το ταλαιπωρημένο μπαλάκι χαρτί έπεσε στο πεζοδρόμιο. Ξεχασμένο. 

Είπαμε τα απολύτως τυπικά. Τη ρώτησα πώς είναι αυτό τον καιρό. Αποκρίθηκε "καλά", και παρότι δεν επεκτάθηκε ήξερα ότι το εννοούσε. Η χειραψία που ανταλλάξαμε (-χειραψία;; από που και ως που;) ήταν ελαφρώς ιδρωμένη, αλλά δεν ξέρω αν ήταν εξαιτίας της ή εξαιτίας μου.
Μισώ τις απαντήσεις που μου διαφεύγουν. Νιώθω ηττημένος, αλλά δεν έχει γίνει μάχη και δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο εχθρός. Θυμάμαι, αφότου εκείνη έφυγε (προφασιζόμενη πολλή δουλειά χωρίς όμως να κατευθύνεται προς τη δουλειά της) είχα μαρμαρώσει και κοίταζα το σημείο όπου στεκόταν πρώτα, σαν να είχε, τρόπο τινά, προκύψει κάποιο κοσμικό κενό, μια συμπαντική διαταραχή με το σχήμα της. Κάποια στιγμή θυμήθηκα το τσαλακωμένο σημείωμα και το μάζεψα. 
Προφανώς, υπάρχει λίγος μαζοχισμός κρυμμένος σε κάθε άνθρωπο.
Προφανώς, δεν αποτελώ εξαίρεση.

Προσπαθώ να φανταστώ τον καινούργιο τύπο, τον άγνωστο κύριο Χ που κοιμάται σπίτι της αρκετά συχνά ώστε να κουβαλήσει τα ξυριστικά του στο μπάνιο της. Αναρωτιέμαι αν μου μοιάζει αλλά κάτι με ωθεί στο να απορρίψω την ιδέα. 
Όλα αυτά μου μοιάζουν περίεργα. Θα έπρεπε να σταματήσω να τα συλλογίζομαι. Να καταπιαστώ με κάτι ουσιώδες. Κάτι χρήσιμο. Το μυαλό μου έχει φρακάρει. Ξέρω πως είχα πολύ καιρό να τη δω, πως όλα όσα έγιναν ήταν εντέλει για το καλύτερο. Εγώ δεν θα μπορούσα να είμαι εκεί, σε εκείνο το τραπέζι πρωινού, να μιλάω τρυφερά μαζί της. Και ούτε θα επιθυμούσα μια τέτοια ζωή. Οι άλλοι με θεωρούν εργασιομανή, καριερίστα, και έχουν δίκιο. Εγώ δεν τη χρειάζομαι και εκείνη, μετά από όλα όσα έκανα, δε με θέλει. Και είναι χαρούμενη. Δείχνει χαρούμενη. 

Όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι, επαναλαμβάνω στον εαυτό μου. Όλα εκτός από το ότι σπατάλησα δυό μέρες παίζοντας τον ντετέκτιβ για μια καταραμένη λίστα. Εκκρεμούν πολύ σημαντικότερα ζητήματα, και σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε θα επεδίωκα να είμαι σαν αυτόν εκεί, το νέο συντροφό της, αργόσχολος και ρομαντικούλης και με εκείνη την πανάκριβη, ξιπασμένη μάρκα αφτ-
-Για περίμενε.  Η μάρκα του άφτερ σέιβ. Παίρνω ξανά το χαρτί το οσμίζομαι εκ νέου.  Πανάκριβη, ξιπασμένη, γνώριμη μάρκα. Βάζω τα γέλια αλλά είμαι μόνος  στο γραφείο μου και η ουσία του ανεκδότου είμαι εγώ ο ίδιος. Τη θυμάμαι να διαμαρτύρεται κλαίγοντας πως η συναναστροφή της μαζί μου ήταν τοξική. Πως είμαι τοξικό άτομο. Και παρ' όλα αυτά, πήγε και βρήκε κάποιον που φοράει ακριβώς το ίδιο-

-εκτός κι αν- 

... 

Προσπαθώ να θυμηθώ τι ακριβώς είχα αφήσει σπίτι της και ποτέ δεν έτυχε να πάρω πίσω. Η μνήμη μου συνήθως είναι φωτογραφική και το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή πασχίζω μου προκαλεί εκνευρισμό. Θυμάμαι γεγονότα ή μήπως θυμάμαι τις υποσυνείδητες προσδοκίες μου; Ξανακοιτάω τη λιστα σε μια απόπειρα να χωρέσω κάπου τα καινούργια δεδομένα, αλλά τα γράμματα μετατρέπονται από λέξεις σε αφηρημένες ζωγραφιές και ξεχνάω που ήθελα να καταλήξω. 

Κοιτάζω την ώρα. Υπολογίζω τα ωράριά της. Αρπάζω το τηλέφωνο απ' την άκρη του επίπλου. Όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι, μουρμουρίζω, αλλά οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους και ακούγονται σαν ένα ακατάληπτο συνονθύλευμα τυχαίων φθόγγων.  Σαν σε όνειρο, καλώ στο διαμέρισμά της με απόκρυψη και βάζω το ακουστικό στ' αφτί μου.
Ο τηλεφωνητής μου μιλάει με τη φωνή της, το ηχογραφημένο μήνυμα είναι το ίδιο με πάντα. Σκέφτομαι πως η εγγραφή αυτή είχε γίνει από μία κοπέλα στην οποία ήμουν παντελώς άγνωστος. Προσπαθώ να φέρω στη φαντασία μου το βλέμμα της, όταν εκεί φώλιαζε η απουσία της ανάμνησής μου. Εγώ δεν τη χρειάζομαι και εκείνη δεν έπρεπε να με γνωρίσει ποτέ, σκέφτομαι, αλλά στο μυαλό μου τώρα γεννιέται μια παράξενη αγωνία που υπερνικά τα πάντα.

Η φωνή της μου ζητάει να αφήσω μήνυμα. Επεξεργάζομαι στιγμιαία την προτροπή προτού τερματίσω την κλήση. Ψάχνω νοερά μια απάντηση, μια λύση στο πρόβλημα που είμαι εγώ ο ίδιος. Αναζητώ κάποια σκέψη, κάτι που θα με έκανε να νιώσω καλύτερα, μα δεν υπάρχει τίποτα, οπότε κλείνω τον υπολογιστή και αφήνω το διαμέρισμα για να βγώ έξω, στον καθαρό πρωινό αέρα.



 





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

The Meek

The work was, admittedly, useless- no one left to dig out things for- but it was something . The robot had been chipping away at the mountainside when its claws hit the casket, metal dulled by way of time and dirt.  It hadn’t meant to open the thing; it just happened. Latches came undone with a sigh, then the girl emerged, coughing. She was covered in slime, disoriented.  It bespoke her. You are in the future , it explained, not for the first time. Time capsules had been all the rage once; as the air steadily became more unbreathable, governments were anxious to preserve human specimens. For the next civilization, supposedly.  Listen , it said with remorse, you’re dying . Her eyes went wide as saucers. This bit was always disconcerting, but the robot persevered, playing soothing music through its speakers. And it must have worked, because, when the hypoxia manifested, she was smiling.

Πουφ!

Το βλοσυρό της βλέμμα σκάβει μεταφορικές τρύπες στο κρανίο του. Η έκφρασή της, μισοκρυμμένη πίσω από συννεφάκια καπνού, φαντάζει αδύνατο να αποκωδικοποιηθεί. Από τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά της, καμμένο και μεταμορφωμένο σχεδόν ολωσδιόλου σε στάχτη, κρέμεται ακόμα εκείνο το ρημάδι το τσιγάρο.  Εκείνος το έχει ψιλοσιχαθεί, αυτό το τσιγάρο. Στέκεται αγέρωχο στη θέση του εδώ και κάνα μισάωρο, κοντά στο ύψος του πηγουνιού της, απαθές σαν ασθένεια, μετέωρο σα στήλη άλατος. Το κοιτάζει με εκνευρισμένο ενδιαφέρον, να ερωτοτροπεί αυτοκτονικά με το ελάχιστο εναπομείναν οξυγόνο του δωματίου, ενώ μια ιδέα παραδίπλα τα χείλη της ιδιοκτήτριάς του κινούνται ακατάπαυστα, εκφέροντας το δίχως άλλο ανοησίες. Η επιμονή που επιδεικνύει αυτό το αξιοθρήνητο αποκαϊδι του προκαλεί δέος. Κοίτα ,σκέφτεται, με πόση ευκολία αυτή η μαλακία αγνοεί το νόμο της βαρύτητας, κοίτα πως φτύνει στη μούρη της παγκόσμιας έλξης. Και εγώ; Εγώ σμπαραλιάζομαι λεπτό προς λεπτό. Σε λίγες μέρες πιθανό να χρειάζομαι συναρμο